Pan Pan: Ένας λαϊκός νεο-υπαρξιστής

Το καινούριο άλμπουμ του Pan Pan λέγεται και είναι Υπεραστική Μουσική και είναι τόσο καλό που σε κάνει να θέλεις να κλάψεις.

 

Εν τω μεταξύ τον ονομάζω «λαικό» ενώ η μουσική του στο κεφάλι μου παίζει κάτω από μια neon ροζ ταμπέλα που γράφει φουτουριστική ποπ και αναβοσβήνει πάνω στο μπιτ και αυτός ο συνδυασμός μοιάζει περισσότερο με κατηγορία στα βραβεία Αρίων, παρά με περιγραφή καλλιτέχνη.

Τα μουσικά projects του Pan Pan, αν τα δεις γραμμικά, είναι σαν μια αποτύπωση του επίπονου δρόμου από την εσωστρέφεια στην εξωστρέφεια, αλλά ας πούμε γλυκά επίπονου. Δηλαδή, δεν μεταβολίζουν τα πιο dark στοιχεία του ανθρώπινου βιώματος πενθώντας, αλλά ξεσπώντας ή ακόμα και γιορτάζοντας. Και κάπως έτσι – μαγικά όπως συμβαίνει συνήθως με τη μουσική – μετατρέπουν τη φθορά σε κίνητρο.

Αναρωτιέμαι συχνά τι κάνει έναν καλλιτέχνη να μπορεί να απευθυνθεί αβίαστα σε επόμενες γενιές – και αναφέρομαι στις αμέσως επόμενες στην προκειμένη.

Υπάρχει το παράδοξο ότι ενώ δύο συνεχόμενες γενιές έχουν μεγάλο ποσοστό επικάλυψης στις αναφορές τους – κάτι που αποδεικνύεται σήμερα και από την αναγκαιότητα ύπαρξης του όρου zillenial σε μια εποχή που ονομάζουμε τα πάντα προσπαθώντας [μάταια] να συνεννοηθούμε μεταξύ μας – έχουν σχεδόν υποχρεωτικά την τάση να απορρίπτουν η μια την άλλη απομονώνοντας αποκλειστικά τα σημεία στα οποία δεν τέμνονται.

Ο Pan Pan είναι λαϊκός και καταφέρνει να είναι current, γιατί μιλάει ταυτόχρονα ως κανονικό και μη κανονικο άτομο, γιατί εκφράζεται με καθημερινές λέξεις, γιατί εκτίθεται. Με όρους 90s θα μπορούσε να είναι το αγόρι της διπλανής πόρτας που, ξέρεις, κάπως δεν τα έχει όλα λυμένα – όπως κανείς μας – και κάπως σε αυτή την παραδοχή που καθόλου εύκολη δεν έχει υπάρξει στο ευρύτερο κοινωνικό φάσμα, φέρει μια καθαρότητα και μια αλήθεια.

Αν οι Φαντασμαγορίες έπλεαν σε μια ονειρικότητα και οι Λύκοι στον Άρη σε έναν Kraftwerk-ικό χορό (και όπως σημείωνε ανήσυχος ο Μαρκ Φίσερ, ο κάποτε φουτουριστικός αυτός ήχος είναι πλέον νοσταλγικός), η Υπεραστική Μουσική στο κομμάτι της παραγωγής κάνει ένα εύστοχο και σαφές άνοιγμα στον ήχο του τώρα, χωρίς να αφήνει πίσω τα signature στοιχεία των μπιτ που πάντα έφτιαχνε o Pan Pan. Τα περισσότερα tracks μπαίνουν με αυτόν τον πορωτικό τρόπο που σε κάνουν να θές να βγεις έξω από το αμάξι και να χορεύεις πάνω στο καπό στο μποτιλιάρισμα.

Γενικά η μουσική του είναι σαν να φτιάχτηκε για να ακούγεται στο αμάξι.

Aκριβώς γιατί ο ήχος του ματσάρει απόλυτα με την αστική παράνοια – πόσο μάλλον σε ένα άλμπουμ που ραπάρει πιο πολύ από ποτέ με πιο πολλά featurings από ποτέ. Στο κομμάτι του στίχου συνεχίζει να εμπλουτίζει σταδιακά τις θεματικές με τις οποίες καταπιάνεται – το Μαμα, Μπαμπα είναι ένας ύμνος του γονεϊκού τραύματος – και φαίνεται ότι γράφει εξίσου για την δική του εντελώς προσωπική εξιλέωση, αλλά και για τη δική μας.

Ο άνθρωπος που είναι σαν να έφτιαξε ένα αντίστοιχο weird wave με το απρόβλεπτο άνοιγμα της Ανισόπεδης σε ένα κοινό που μέχρι τότε δεν είχε ιδέα για μια ολόκληρη γενιά μουσικών γεμάτη ταλέντο και ιδέες, συνεχίζει να συνδιαμορφώνει την σύγχρονη αθηναικη σκηνη και να μιλάει για το αστικό αδιέξοδο και τους ανθρώπους της πόλης σαν ένας από αυτούς – κι αυτό με εναν τρόπο θα του το χρωστάμε πάντα.

Στο repeat μου:

Πυγολαμπίδες, Αυτή η Μπασογραμμή / Αυτή η Καρδιά,  Είναι Τόσο Καλό, Είναι η Αγάπη

Editor: Σταυρούλα Κουλίτση