Είμαι biased. Ξεκινάω έτσι γιατί αυτό το disclaimer είναι πάντα σημαντικό όταν μιλάμε για τέχνη και για δημιουργούς. Άλλωστε, το πώς εκλαμβάνεις ένα έργο τέχνης μπορεί πολύ συχνά να είναι σχεδόν ανεξάρτητο από το ίδιο το έργο – το αν η μπανάνα του Maurizio Cattelan ερμηνευτεί ως τέχνη ή απλώς τρόφιμο που μπορείς να καταναλώσεις άμεσα, εξαρτάται από τον θεατή.
Αυτή τη φορά, το υπαρξιακό κέντρο της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου είναι ένα αιρετικό ερώτημα: Πού πάει η ανθρωπότητα; Της αξίζει να σωθεί;
Αν βγαίναμε με ένα μικρόφωνο στο Σύνταγμα για μια γρήγορη δημοσκόπηση υποθέτω πώς οι περισσότεροι θα απαντούσαν θεωρητικά και με αυτή την ψευδαίσθηση ανιδιοτέλειας πως όχι, δεν της αξίζει. Αλλά αν την επόμενη στιγμή παίζαμε στο Melancholia και ένας άγνωστος πλανήτης απειλούσε με εξαφάνιση τον δικό μας, μάλλον το αξιακό βάρος που δίνουμε στην συνέχιση της ανθρωπότητας θα μετατοπιζόταν αρκετά.
Η εξερεύνηση αυτού του ερωτήματος περνάει από αρκετά δίπολα που ξεδιπλώνονται σταδιακά στην ταινία με σημείο έναρξης τη συνύπαρξη δύο εντελώς αντίθετων κόσμων σε ένα κλειστοφοβικό υπόγειο. Η υπόθεση λίγο πολύ γνωστή και το σενάριο, γραμμένο από τον Will Tracy, είναι μια διασκευή της Νοτιοκορεατικής ταινίας Save The Green Planet! με κάποιες προσαρμογές του σκηνοθέτη. Τι θα συμβεί αν ένας συνομωσιολόγος της εργατικής τάξης – οκ ,δύο, απλώς η δυναμική της σχέσης μεταξύ του Teddy και του Don δεν είναι ακριβώς ισορροπημένη – απαγάγουν την πανίσχυρη και κάπως αυταρχική CEO μιας φαρμακευτικής εταιρείας επειδή πιστεύουν πώς είναι εξωγήινη και έχει έρθει – από το πυρωμένο κέντρο της Ανδρομέδας – για να καταστρεψει τη Γη;
Το πρώτο δίπολο που συναντάμε
αφορά τη μάχη μεταξύ λογικού και παραλόγου και τη σύγκρουση πολύ χαρακτηριστικών αντιπροσώπων αυτών των αντίθετων κόσμων και των echo chambers τους. Προφανώς και δεν υπάρχουν ανθρωπόμορφοι εξωγήινοι, σωστα; Ναι, αλλά πόσο σίγουροι μπορεί να είμαστε γι’αυτο όταν στην άπειρη διαθέσιμη πληροφορία στην οποία κολυμπάμε καθημερινά μπορούμε να βρούμε ικανο αριθμο ψευδοεπιστημονικών άρθρων που υποστηρίζουν πειστικότατα το αντίθετο; Και πώς μπορεί κάποιος να περάσει από την μία πλευρά στην άλλη όταν έχει εγκλωβιστεί σε μια συνεχώς αυτοτροφοδοτούμενη και εδραιωμένη πεποίθηση χωρίς κανενα reference για το αντίθετο; Σας θυμίζει κάτι;
Ξαφνικά, ή μάλλον όχι και τοσο ξαφνικά, το δίπολο αυτό γίνεται απόλυτα ταξικό: αυτοί που διοικούν τον κόσμο μας – το 1% που συγκεντρωνει όλο τον διαθέσιμο πλούτο – vs. οι άλλοι. Που αν δεν είναι αρκετά τυχεροί θα γεννηθούν στο λάθος μέρος, από λάθος ανθρώπους και πάει λέγοντας. Ο Λανθιμός κάνει μέσα σε όλα μια πολιτική ταινία – κατι που δεν προκαλει καμία εντύπωση αφού και ο Κυνόδοντας για μένα πολιτική ταινία ήταν – και συντονίζεται απόλυτα με την εξωστρέφεια και την καθαρή του τοποθέτηση σχετικα με τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη.
Η ταινία δεν προσπαθεί να απαντήσει ή να πάρει ξεκάθαρη θέση στα ερωτήματα και τις συγκρούσεις που φέρνει στο τραπέζι. Παρατηρεί το αδιέξοδο και την απόγνωση των ανθρώπων και τα φέρνει μπροστά μας σαν μικρά reminders, σαν να μας ρωτάει «ωραία, και τωρα τι θα κάνουμε;» και με έναν ανεξήγητο τρόπο αυτό είναι περισσότερο παρηγορητικό από το να μας έδινε λύσεις και απαντήσεις – άλλωστε, αυτές νομιζουμε ότι τις βρίσκουμε στα AI tools που ρωτάμε συνεχώς για τα πάντα, αφού υποτίθεται πως έχουν μέσα τους όλη την διαθέσιμη γνώση.
Η Bugonia είναι αστεία, είναι διασκεδαστική, είναι σαφέστατα obscure και η απόδοση σεναριακά και υποκριτικά είναι τοσο αριστοτεχνικά χτισμένη που ο θεατής αδυνατεί από κάποιο σημείο και μετά να αποφασίσει ποιος λέει την αλήθεια και αφηνεται στο πάρτυ αμφιβολίας που έχει στήσει ο Λάνθιμος και οι συνεργάτες του και μας έχουν στείλει προσκλήσεις.
Να μιλήσουμε για την Έμα; Είναι απόλαυση.
Ο τρόπος που διαχειρίζεται τα διαφορετικά layers της ηρωίδας της είναι εντυπωσιακός και η ευκολία με την οποία μεταβαίνει από την υπεροψία στην απόγνωση, από την απάθεια στον θυμό και από την συγκαταβατικότητα στην επιθετικότητα προκαλεί αυτό το αίσθημα ψυχολογικής και πνευματικής εξάντλησης που νιώθει κάποιος όταν βρίσκεται σε ένα κυκλοθυμικό state.
Αν η Έμα είναι η μούσα του Yorgos τότε, όπως ο ίδιος είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του, και εκείνος είναι ο «μούσος» της. Και αυτό κάπως σημαίνει ότι όταν δύο καλλιτέχνες επιλέγουν ο ένας τον άλλο και αυτό είναι αμφίδρομο, το δημιουργικό αποτέλεσμα της μεταξύ τους ζύμωσης υπερβαίνει την αξία του καθενός ξεχωριστά. Γνωρίζοντας ότι ο Λάνθιμος έχει εδώ και χρόνια σταθερούς συνεργάτες σε πολύ κρίσιμες θέσεις, βγάζει απόλυτο νόημα η εξέλιξη του καλλιτεχνικού του αποτυπώματος στην πορεία των ετών.
Η τελευταία σεκάνς της ταινίας είναι ίσως το καλύτερο πράγμα που θα περάσει μπροστα από τα μάτια σας τη φετινή κινηματογραφική σεζόν. Η Ακρόπολη δεν ήταν εκεί, αφού οι φορείς στην Ελλάδα θίγονται περισσότερο από τα ψεύτικα πτώματα παρά από τα αληθινά και να σας πω την αλήθεια καμία Bugonia δεν έγινε χειρότερη μετά από την απόφαση του ΚΑΣ – απλώς η Ακρόπολη έχασε την ευκαιρία να γίνει μέρος ενό απόλυτα ευφυούς δυστοπικού σκηνικού.
Τελικά, τι λέτε, αξίζει η ανθρωπότητα να σωθεί;
Editor: Σταυρούλα Κουλίτση




